στασιώτης

στασιώτης
ο, ΝΑ
νεοελλ.
στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση
αρχ.
1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῡ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.)
2. σωματοφύλακας
3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται
οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως»
4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῡ ὅλου» — οι φιλόσοφοι που δέχονταν τη στασιμότητα, το αμετάβλητο τού κόσμου
β) «στασιῶται τῆς φύσεως» — οι φιλόσοφοι που δεν δέχονταν την κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -ιώτης, πιθ. κατά τα στρατιώτης, πατριώτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στασιώτης — members of a party masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιωτέων — στασιώτης members of a party masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιωτῶν — στασιώτης members of a party masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιῶται — στασιώτης members of a party masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιώταις — στασιώτης members of a party masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιώτην — στασιώτης members of a party masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιώτου — στασιώτης members of a party masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιώτῃ — στασιώτης members of a party masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιώτῃσι — στασιώτης members of a party masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιώτας — στασιώτᾱς , στασιώτης members of a party masc acc pl στασιώτᾱς , στασιώτης members of a party masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”